πινακίου

πινακίου
πινάκιον
small tablet
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • έκθεμα — το (AM ἔκθεμα) νεοελλ. 1. αντικείμενο που εκτίθεται δημόσια για θέα ή πώληση κυρίως σε οργανωμένη έκθεση προϊόντων ή καλλιτεχνημάτων («εκθέματα λαϊκής χειροτεχνίας») 2. περίληψη τού πινακίου τών δικών, τοιχοκολλημένη στο δικαστήριο αρχ. κρατικό… …   Dictionary of Greek

  • ονειροκριτικός — ή, ό (ΑΜ ὀνειροκριτικός, ή, όν) [ονειροκρίτης] 1. αυτός που αναφέρεται στην ονειροκρισία 2. αυτός που είναι ικανός στην ερμηνεία τών ονείρων («ἐκ πινακίου τινὸς ὀνειροκριτικού», Πλούτ.) 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀνειροκριτική η τέχνη τής πρόγνωσης τού …   Dictionary of Greek

  • πινάκιο — το / πινάκιον, ΝΜΑ, και πινάκι Ν, πινάκιν Μ [πίναξ, ακος] 1. πήλινο, συνήθως, επιτραπέζιο σκεύος, στο οποίο σερβίρεται το φαγητό, πιάτο 2. φρ. «ἀντί πινακίου φακῆς» με πολύ μικρό και ευτελές αντάλλαγμα νεοελλ. 1. (νομ.) δημόσιο βιβλίο που… …   Dictionary of Greek

  • πλατύς — (I) ιά, ύ, θηλ., και εία / πλατύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, ιων. τ. θηλ. πλατέα Α αυτός που έχει πλάτος σχετικά μεγάλο, ευρύς, φαρδύς νεοελλ. 1. μτφ. α) (για πρόσ.) αυτός τού οποίου η σκέψη αγκαλιάζει ευρείες περιοχές τού πνεύματος, που μπορεί να εξετάσει… …   Dictionary of Greek

  • φακή — Ποώδες φυτό της οικογένειας ή υποοικογένειας των ψυχανθών ή παπιλιονιδών (δικοτυλήδονα)· με το ίδιο όνομα αναφέρονται και τα εδώδιμα σπέρματα του φυτού. Η φ. έχει φύλλα φτερωτά αρτιόληκτα, με φυλλάρια ωοειδή προμήκη, μικρά· το επάκριο φυλλάριο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”